ομοουσιαστής

ομοουσιαστής
ὁμοουσιαστής, ὁ (ΑΜ)
εκκλ. αυτός που αποδέχεται ως δόγμα το ομοούσιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοούσιον + κατάλ. -στής, μέσω αμάρτυρου *ὁμοουσιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”